Το πλεονέκτημα της έδρας
Αν στα καζίνο το παιχνίδι γινόταν «επί ίσοις όροις», τότε το καζίνο θα κέρδιζε τις μισές φορές, ενώ οι παίκτες του τις υπόλοιπες, οπότε το παιχνίδι θα τελείωνε με ισοπαλία. Παρόλο που με αυτό τον τρόπο τα πράγματα θα ήταν πιο δίκαια στην αναμέτρηση παίκτης εναντίον καζίνο, το live casino δεν θα είχε τα απαιτούμενα χρήματα να πληρώσει καν για την επένδυση, πόσο μάλλον για λευκές τίγρεις, μάχες με πειρατές, διάφορες παραστάσεις, μπριζόλες των $5 και δωρεάν ποτά.
Προκειμένου να διασφαλίσουν επαρκές εισόδημα ώστε να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους και να έχουν κέρδος, τα καζίνο θεσπίζουν συγκεκριμένους κανόνες και τρόπους αποπληρωμής για κάθε παιχνίδι κερδίζοντας το πλεονέκτημα της έδρας. Αυτό δεν είναι απόλυτα δίκαιο αλλά είναι ο τρόπος που καθιστά τη λειτουργία του καζίνο εφικτή.
Υπάρχουν 3 βασικοί τρόποι με τους οποίους το casino εξασφαλίζει το πλεονέκτημα:
1. Οι κανόνες του παιχνιδιού θεσπίζονται από το καζίνο δίνοντας του το πλεονέκτημα
Στο μπλακτζακ για παράδειγμα, ο γκουπιέρης κατά κανόνα είναι αυτός που πάντα παίζει το χαρτί του τελευταίος. Στην περίπτωση που ο παίκτης καεί (έχει πάνω από 21), ο γκρουπιέρης κερδίζει χωρίς καν να χρειαστεί να παίξει με το φύλλο του.
2. Οι πιθανότητες να πληρώσει το καζίνο είναι μικρές
Υποθέστε ότι έχουμε ένα τροχό με 10 αριθμούς. Όταν γυρνάει ο τροχός, ο κάθε αριθμός έχει τις ίδιες πιθανότητες να είναι αυτός που θα βγει. Έστω ότι ποντάρουμε ένα δολάριο στον αριθμό 6, οπότε η πιθανότητα να κερδίσουμε είναι μία στις δέκα και εννέα στις δέκα να χάσουμε. Οι τζογαδόροι υπολογίζουν τις πιθανότητες συγκρίνοντας την πιθανότητα να χάσουν με την πιθανότητα να κερδίσουν. Σε αυτή την περίπτωση, δηλαδή εννέα πιθανότητες να χάσεις και μία να κερδίσεις είναι 9 προς 1. Αν το παιχνίδι πλήρωνε με βάση τις σωστές πιθανότητες, τότε θα έπρεπε να παίρνουμε $9 κάθε φορά που κερδίζουμε (συν ένα δολάριο που ποντάρουμε), ενώ όταν χάνουμε να χάνουμε ένα δολάριο.
Ας υποθέσουμε ότι ξεκινάμε με $10 και δεν κερδίζουμε μέχρι τη δέκατη προσπάθεια, όπου και ποντάρουμε το τελευταίο δολάριο. Αν το παιχνίδι πλήρωνε με βάση τις κανονικές πιθανότητες, σε αυτή την περίπτωση θα επιστρέφαμε πίσω στα λεφτά μας. Αρχίζοντας με $10 και χάνοντας ένα δολάριο κάθε φορά για εννέα αποτυχημένες προσπάθειες. Δηλαδή, θα χάναμε $9. Στοιχιματίζοντας το τελευταίο δολάριο, έστω ότι κερδίζαμε. Αν ήταν 9 προς 1, θα παίρναμε $9 και κρατώντας το δολάριο που ποντάραμε θα επιστρέφαμε στο ακριβές αρχικό ποσό των $10.
Όπως είπαμε και προηγουμένως, σε καμία περίπτωση το καζίνο δε γίνεται να παίζει δίκαια, να πληρώνει τους παίκτες και παρόλα αυτά να εξακολουθεί να πληρώνει τους λογαριασμούς του και να έχει και κέρδος. Αν για παράδειγμα, ένας ιδιοκτήτης καζίνο αποφάσιζε να βάλει ένα τροχό με 10 αριθμούς, θα μείωνε τα ποσοστά απόδοσης. Αντί να πληρώνει με ποσοστό 9 προς 1, ίσως να πλήρωνε με 8 προς 1. Επομένως, στην περίπτωση που κερδίζαμε στη δέκατη προσπάθειά μας, θα κερδίζαμε $8, αντί για $9, οπότε συνολικά θα ήμασταν χαμένοι κατά $1. Αρχίζοντας με $10, χάνοντας τις 9 πρώτες φορές (δηλαδή όντας $9 μείον) και στην τελευταία νικηφόρα προσπάθεια κερδίζοντας $8 και κρατόντας το $1 που ποντάραμε, έχουμε μείνει με $9 και συνολική απώλεια $1 . Επομένως, το πλεονέκτημα της έδρας σε αυτή την περίπτωση είναι το 10%.
Το «πλεονέκτημα της έδρας» για κάθε παιχνίδι του casino μπορεί να κυμαίνεται από λιγότερο από 1% για συγκεκριμένες περιπτώσεις πονταρίσματος στο μπλακτζάκ έως 35% στο Κίνο. Σε περίπτωση που το 1% δεν ακούγεται σαν ιδιαίτερα μεγάλο πλεονέκτημα, θα το αντιληφθείτε όταν παίζετε για μεγάλο χρονικό διάστημα, συν του ότι για το καζίνο τα κέρδη πάνε αθροιστικά.
Επειδή οι κανόνες των παιχνιδιών ποικίλουν, το «πλεονέκτημα της έδρας» για κάθε συγκεκριμένο είδος παιχνιδιού μπορεί να είναι μεγαλύτερο από αυτό ενός άλλου καζίνο. Για παράδειγμα, τα περισσότερα casino στο Las Vegas το «πλεονέκτημα της έδρας» για τη ρουλέτα είναι 5.26% (play roulette). Όμως, στο καζίνο «Στρατόσφαιρα», λόγω του ότι έχει αφαιρεθεί το διπλό μηδέν 00 (double zero) σε κάποιες ρουλέτες, το «πλεονέκτημα της έδρας» μειώνεται περίπου στο 2.7%.
Οι παραλλαγές στους κανόνες του μπλακτζάκ αλλάζουν το «πλεονέκτημα της έδρας» από σχεδόν μηδέν σε παιχνίδια ένα προς ένα (πάσο, ο γκρουπιέρης σταματά στα 17 για ασφάλεια κλπ), σε περισσότερο από 6% σε παιχνίδια με πολλούς παίκτες έναντι ενός, όπου οι κανόνες γίνονται πολύ πιο αυστηροί. Πολλοί μαθηματικοί κατά καιρούς έχουν προσπαθήσει να υπολογίσουν το «πλεονέκτημα της έδρας» για τα καζίνο στο μπλακτζάκ. Κάποιοι, υποστηρίζουν ότι ο παίκτης μπορεί να κερδίσει το πλεονέκτημα έναντι του καζίνο σε παιχνίδι ένα προς ένα μετρώντας τα φύλλα που παίζονται. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται ότι ο παίκτης χωρίς να χρειάζεται να μετράει φύλλα, έχοντας μόνο μία βασική στρατηγική μπορεί να παίζει επί ίσοις όροις με το καζίνο, δηλαδή η νίκη του παίκτη να είναι ισοπίθανη με αυτή του καζίνο. Στην πραγματικότητα όμως, για το 95% των παικτών μπλακτζάκ το «πλεονέκτημα της έδρας» κυμαίνεται από 0.5% έως 5.9%, ανάλογα με τις παραλλαγές των κανόνων και τον αριθμό των τραπεζιών που είναι ανοικτά.
Στο δια ταύτα: το μπλακτζάκ (όταν παίζεται σχετικά καλά – play blackjack), το μπακαρά, και συγκεκριμένοι τύποι στοιχημάτων στα ζάρια (play craps) μπορούν να ελαχιστοποιήσουν το «πλεονέκτημα της έδρας» και να δώσουν στον παίκτη μεγαλύτερες πιθανότητες να κερδίσει.
Λογικό είναι να αναρωτιέστε πώς το «πλεονέκτημα της έδρας» τίθεται σε εφαρμογή χωρίς να γίνεται αντιληπτό. Στην πλειοψηφία των στοιχημάτων στη ρουλέτα, για παράδειγμα, το καζίνο έχει πλεονέκτημα κατά 5.26%. Αν ο παίκτης ποντάρει $1 στο μαύρο κάθε φορά που γυρνάει η ρουλέτα, το καζίνο προβλέπει ότι ο παίκτης κατά μέσο όρο θα χάσει 5.26 cents ανά δολάριο που ποντάρει. Στην πραγματικότητα φυσικά, είτε θα χάσει ένα ολόκληρο δολάριο, είτε θα κερδίσει ένα ολόκληρο δολάριο και δεν υπάρχει κάποιος που να «κάνει ψιλά» ή να υπολογίζει τις ποσοστιαίες απώλειες. Όσο περισσότερο παίζει κανείς, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα οι ποσοστιαίες απώλειες να προσεγγίσουν το «πλεονέκτημα της έδρας». Αν κάποιος παίζει για μερικές ώρες και ποντάρει $1000, οι αναμενόμενες απώλειές του ανέρχονται σε $53 περίπου.
Πιθανότατα θα σκέφτεστε ότι αυτό δεν είναι και τόσο τραγικό, πόσο μάλλον αν λάβουμε υπ’όψιν ότι ποτέ δεν υπήρχε περίπτωση να στοιχηματίσετε ένα τόσο μεγάλο ποσό. Αλήθεια το πιστεύετε αυτό; Υποθέστε ότι πάτε στο τραπέζι με $200 και στοιχηματίζεται διαδοχικά 20 φορές από $10, οπότε θεωρείτε ότι είναι σχεδόν απίθανο να χάσετε όλες τις φορές. Όταν παίρνετε τα κέρδη και τα ποντάρετε, αυτόματα αυξάνετε το αρχικό «κεφάλαιο». Αυτό είναι γνωστό σαν «δράση» στη γλώσσα του τζόγου, αλλά είναι διαφέρει κατά πολύ από το άνοιγμα σε τραπεζικές επενδύσεις. Για τον παίκτη τα κέρδη είναι πλέον χρήματά του, τόσο όσο ήταν και το αρχικό ποσό με το οποίο πήγε στο καζίνο να παίξει. Όταν αποφασίζει να ποντάρει τα κέρδη του, δίνει στο καζίνο ένα μεγαλύτερο κεφάλαιο από το αρχικό των $200. Αν αρχίσει με $200, κερδίσει μερικά, χάσει μερικά άλλα, ενώ εξακολουθήσει να ποντάρει τα κέρδη του επιπρόσθετα από το αρχικό κεφάλαιο που είχε σκοπό να παίξει μέχρι τελικά να τα χάσει όλα, θα έχει δώσει στο καζίνο, κατά μέσο όρο, «δράση» ύψους περίπου $3.800. Μπορεί να πιστεύει ότι έχασε μόνο $200, αλλά κάθε cent από τα $3.800 ήταν δικό του.
3. Η προμήθεια των καζίνο
Σε όλα τα καζίνο, τα παιχνίδια πόκερ, υπό συγκεκριμένες συνθήκες πονταρίσματος, το καζίνο κρατάει προμήθεια από τα κέρδη των παικτών.
Μερικές φορές, τα καζίνο συνδυάζουν διάφορα πλεονεκτήματα. Στο μπακαρά, για παράδειγμα, οι κανόνες ευνοούν το καζίνο, καθώς η απόδοση των κερδών είναι μικρότερη από αυτή που θα έπρεπε να είναι βάση πιθανοτήτων, ενώ υπό ορισμένες συνθήκες το casino κρατάει προμήθεια από τα κέρδη στο καζίνο των παικτών.